θρασύσπλαγχνος

θρασύσπλαγχνος
θρᾰσύσπλαγχνος, ον,
A bold-hearted, E.Hipp.424. Adv.

-ως A.Pr. 730

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρασύσπλαγχνος — θρασύσπλαγχνος, ον (Α) γενναιόκαρδος, άφοβος. επίρρ... θρασυσπλάγχνως (Α) επίρρ. άφοβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + σπλαγχνος < σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος)] …   Dictionary of Greek

  • θρασύσπλαγχνος — bold hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυσπλάγχνως — θρασύσπλαγχνος bold hearted adverbial θρασύσπλαγχνος bold hearted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυσπλάγχνους — θρασύσπλαγχνος bold hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύσπλαγχνοι — θρασύσπλαγχνος bold hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”